- τινάκτορα
- τινάκτωρshakermasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τινάκτωρ — ορος, ὁ, ΜΑ (για τον Ποσειδώνα) αυτός που προκαλεί έντονο τράνταγμα, ισχυρό κλονισμό («Ποσειδάωνα τινάκτορα γαίας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ)] … Dictionary of Greek